κομψοφανής

κομψοφανής
κομψοφανής, -ές (Α)
αυτός που έχει κομψή εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. -φάν-ην, αόρ. τού φαίνομαι), πρβλ. ευλογο-φανής, πρωτο-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”